Γράφτηκε: 19 Αυγούστου 1935
Πηγή:
Eπανεκδόσεις:
HTML Markup: Mike B. για το
ελληνικό Αρχείο των Μαρξιστών στο Internet
Αγαπητοί σύντροφοι:
Αυτόν το καιρό πολύ σπάνια διαβάζω γερμανικές εφημερίδες. Πληροφορούμαι πάνω στις γερμανικές εσωτερικές υποθέσεις κυρίως απ’ τις ξένες εφημερίδες. Έτσι έχω πολλές επιφυλάξεις όταν προσεγγίζω τα εσωτερικά γερμανικά προβλήματα. Επιπλέον, αυτά τα προβλήματα είναι από μόνα τους μία ιδιαιτερότητα. Μπαίνουν , για να το πούμε έτσι, για πρώτη φορά στην ατζέντα της εργατικής τάξης. Συνεπώς, πρέπει - ή έτσι τουλάχιστον μου φαίνεται εμένα - να διεξάγουμε την συζήτηση αντιμετωπίζοντας με τη μεγαλύτερη προσοχή τις αντίθετες απόψεις. Διαφορετικά οι σύντροφοι μπορεί εύκολα να αποθαρρυνθούν από το να εκφράσουν τις γνώμες τους. Έτσι, θ’ ήθελα να πω ότι τα όσα διατυπώνω παρακάτω δεν έχουν παρά ένα πρόχειρο χαρακτήρα.
[...]
3. Πάνω στο ζήτημα της εκκλησίας - νομίζω ότι ο καλύτερος τρόπος να μπω την ουσία του ζητήματος είναι να ξεκινήσω απ’ το παρακάτω απόσπασμα των παρατηρήσεων του συντρόφου Ντυμπουά (Ρουθ Φίσερ) στην σύνοδο της επιτροπής στις 15 Ιούλη: «Ντυμπουά: Δεν μπορώ να καταλάβω πως ο Νικόλ (Έρβιν Βόλφ) μπορεί να συνδυάζει το τρομερά ριζοσπαστικό σύνθημα “Κάτω οι Ριζοσπάστες πρώην-υπουργοί” [στην Γαλλία] με το σύνθημα “Υποστήριξη της εκκλησίας στην Γερμανία”.»
Φυσικά, το να υποστηρίξουμε την εκκλησία δεν συζητιέται. Για μας το ζήτημα μπορεί μόνο να είναι εάν θα υποστηρίξουμε ή όχι την πολιτική πάλη των Καθολικών και των Προτεσταντών να παραμείνουν Καθολικοί και Προτεστάντες και να δρουν σαν τέτοιοι. Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα είναι ναι. Είναι αυτονόητο ότι δεν πρόκειται στην πορεία να δεσμευτούμε να υποστηρίξουμε την θρησκεία και την εκκλησία, αλλά αντίθετα υπογραμμίζουμε, όσο είναι δυνατό, την αντίθεση μας στην θρησκεία και την εκκλησία.
Ωστόσο δεν μου είναι καθαρό τι έχει να κάνει αυτό με το σύνθημα «Κάτω οι Ριζοσπάστες αλήτες» (όχι απλώς οι πρώην υπουργοί). Αυτό το σύνθημα δεν σημαίνει τίποτε περισσότερο απ’ την απαίτηση να σπάσει το μέτωπο της ταξικής συνεργασίας. Εφόσον οι ρεφορμιστές και οι σταλινικοί αρνούνται να προχωρήσουν σε αυτή τη ρήξη, θα εκτεθούν στα μάτια των εργατών. Έτσι το σύνθημα «Έξω οι αστοί Ριζοσπάστες απ’ το Λαϊκό Μέτωπο» είναι ένα απόλυτα ορθό μαρξιστικό σύνθημα στην παρούσα στιγμή.
Ας υποθέσουμε, πράγμα που δεν είναι τόσο δύσκολο να το κάνουμε, ότι αύριο [οι Γάλλοι] φασίστες αρχίζουν μια μανιασμένη επίθεση στις μασονικές στοές ή ότι σπάνε τις εφημερίδες των Ριζοσπαστών (κι’ αυτό περιστασιακά έχει ήδη συμβεί). Είναι αυτονόητο ότι σ’ αυτή την περίπτωση οι εργάτες θα βγούνε στους δρόμους να βοηθήσουν στην υπεράσπιση των μασονικών στοών. Αλλά τι είναι η μασονία; Είναι κι’ αυτή ένα είδος εκκλησίας που έχει αναλάβει να μεταβάλει τους ελευθερόφρονες μικροαστούς σε υποχείρια των χρηματιστικών συμφερόντων. Μπορούμε να υποστηρίξουμε την μασονία; Όχι, ποτέ. Ωστόσο, μπορούμε και πρέπει να υπερασπίσουμε, με το όπλο στο χέρι αν είναι απαραίτητο, το δικαίωμα της να υπάρχει ενάντια στις φασιστικές επιθέσεις. Για να είναι ικανή γι’ αυτό η εργατική τάξη πρέπει να μείνει επαναστατικά-σκεπτόμενη και σε αγωνιστική ετοιμότητα. Ωστόσο το Λαϊκό Μέτωπο το κάνει αδύνατο. Γι’ αυτό τον λόγο είναι απαραίτητο να διώξουμε τους αστούς Ριζοσπάστες απ’ το Λαϊκό Μέτωπο για να μπορούμε να υπερασπιστούμε ακόμη και τους μασόνους, αν το απαιτήσουν οι περιστάσεις. Δεν υπάρχει η παραμικρή αντίφαση σ’ αυτό. Αν ξεπεράσουμε πλήρως αυτές τις παρανοήσεις, μετά, πιστεύω, μπορούμε να φωτίσουμε επίσης το ζήτημα της εκκλησίας στη Γερμανία.
Στην σύγχρονη κοινωνία, η εκκλησία ακολουθεί τα συμφέροντα του χρηματιστικού κεφαλαίου, που σημαίνει, της κρατούσας εξουσίας. Αλλά σφαίρα επιρροής της παραμένουν πρωταρχικά οι μικροαστοί και οι εργάτες που βρίσκονται κάτω απ’ την επιρροή των μικροαστών, οι γυναίκες τους, κλπ. Μεταξύ των εργατών ο ρόλος της παρηγοριάς και της ανακούφισης της εκκλησίας, εδώ και καιρό έχει αναληφθεί απ’ την σοσιαλδημοκρατία, η οποία έχει αντικαταστήσει την εκκλησία σε σημαντικό βαθμό. Οι μικροαστοί, που υφίστανται μια συνεχώς αυξανόμενη πίεση, δεν μπορούν να κάνουν χωρίς την εκκλησία, στο βαθμό που παραμένουν μικροαστοί. Αυτή είναι η ουσία της σημερινής σύγκρουσης στην Γερμανία. Απίστευτες εσωτερικές αντιθέσεις, οι οποίες συχνά είναι ασύγκριτα βαθύτερες απ’ τις αντίστοιχες στην Ιταλία, και που γίνονται όλο και περισσότερο τραχείς, οδηγούν το κράτος σε ολοένα και ψηλότερα επίπεδα συγκεντρωτισμού. Το θεοποιημένο φασιστικό κράτος δε μπορεί και δεν πρόκειται να ανεχθεί ανταγωνισμό. Ο Εθνικοσοσιαλισμός θέλει ν’ απορροφήσει την θρησκεία και να μεταβάλει το κράτος σε θεό.
Αλλά αφού το ραγδαία επανεξοπλιζόμενο φασιστικό κράτος υποβάλει τους μικροαστούς σε συνεχώς αυξανόμενη πίεση, οι μικροαστοί δεν μπορούν να παραιτηθούν απ’ την μυστικιστική παρηγοριά της εκκλησίας για τα τραύματα που δέχονται απ’ το κράτος. Μιλώντας με κοινωνικούς όρους, δεν πρόκειται παρά για τον καταμερισμό της εργασίας ανάμεσα στη εκκλησία και το κράτος. Κάθε γνήσια πιστός μικροαστός είναι εσωτερικά διχασμένος απ’ αυτόν τον καταμερισμό εργασίας, που έχει γίνει πολιτική σύγκρουση. Αλίμονο! Δύο ψυχές σε πόλεμο μέσα στο ίδιο στήθος. Το καθήκον μας είναι να υποδαυλίσουμε αυτή την σύγκρουση και πάνω απ’ όλα να την κατευθύνουμε ενάντια στο κράτος.
Τα ηγετικά στρώματα της μπουρζουαζίας φυσικά δε μένουν στο περιθώριο των δύο πλευρών. Αφήσαν την συμμορία του Χίτλερ να πάρει την εξουσία, αλλά ο φασιστικός τυχοδιωκτισμός τους γίνεται μόνιμη αιτία για ανυσυχίες. Ο δισταγμός του Χίντενμπουργκ να δώσει κυβερνητική εντολή στον Χίτλερ συμβολίζει ακόμα τη στάση αυτών των στρωμάτων. Θεωρούν την θρησκεία σαν ένα αιώνιο θεσμό (όπως το έθεσε ο Λόϋντ Τζωρτζ, σαν ενεργειακό σταθμό για όλα τα πολιτικά, δηλαδή, τα κόμματα εξουσίας). Ωστόσο βλέπουν τους Ναζί απλά σα μια λύση έκτακτης ανάγκης. Γι’ αυτό ενθαρρύνουν τον αγώνα της εκκλησίας, και την ίδια στιγμή, μαζί με τους πατέρες της εκκλησίας προσπαθούν να παραμείνουν στα όρια της «λογικής». Όταν εμείς μιλάμε για «υποστήριξη» αυτού του αγώνα, την εννοούμε πρώτα απ’ όλα εναντίον του κράτους των Ναζί και δεύτερον εναντίον αυτών των στρωμάτων των κυρίαρχων τάξεων τα οποία υποκινούν την σύγκρουση και ταυτόχρονα την συγκρατούν με σκοπό να κρατήσουν τον σεβασμό του Χίτλερ.
Συνθήματα όπως «Χωρισμός της εκκλησίας και του κράτους» και «Χωρισμός του σχολίου και της εκκλησίας» είναι βεβαίως σωστά καθαυτά και πρέπει να προβάλλονται επίσης όταν παρουσιάζεται η ευκαιρία. Αλλά αυτά τα συνθήματα δεν χτυπάνε πραγματικά το καρφί στο κεφάλι. Το ζήτημα που τίθεται αφορά το δικαίωμα των Καθολικών και των Προτεσταντών να καταναλώνουν το θρησκευτικό όπιο τους χωρίς η ύπαρξη τους να απειλείται ή να υφίσταται διακρίσεις – ανεξάρτητα εάν η εκκλησία σαν τέτοια είναι χωρισμένη απ’ το κράτος. Πρόκειται πάνω απ’ όλα για ζήτημα ελευθερίας της συνείδησης, ίσων δικαιωμάτων, ανεξάρτητα από πίστη (παγανιστική, Καθολική, Προτεσταντική, κλπ.) επίσης για το δικαίωμα συγκρότησης οργανώσεων (Οργάνωσης Καθολικής νεολαίας, κλπ.).
Η διαμάχη για την έκφραση δίχως όρους υποστήριξη είναι για μένα περισσότερο ένα θέμα σημασιολογίας. Φυσικά κανείς δεν προτείνει να υποστηρίξουμε κάθε διεκδίκηση που προβάλλεται απ’ την αντιπολίτευση εκκλησιαστικής κατεύθυνσης, π.χ. επέκταση της εκκλησιαστικής διδασκαλίας στα σχολεία, ή αύξηση της κρατικής επιδότησης στην εκκλησία, κλπ. Αντιλαμβάνομαι την έκφραση χωρίς όρους με την έννοια ότι έχουμε να εκπληρώσουμε τα καθήκοντα μας απέναντι σ’ αυτό το αντιπολιτευτικό κίνημα χωρίς να θέτουμε κάποιους όρους στις οργανώσεις που εμπλέκονται. Αυτό είναι αυτονόητο. Τι όρους θα μπορούσαμε να προβάλουμε στην παρούσα κατάσταση και ποια αντιπολιτευτικά κόμματα θα τους αποδέχονταν; Το καθήκον μας είναι απλώς να βρούμε πραγματικούς και αποτελεσματικούς τρόπους και μέσα για να επέμβουμε στην πάλη να ενθαρρύνουμε και να επεκτείνουμε την θρησκευτική-δημοκρατική αντιπολίτευση και να δώσουμε βοήθεια στους νέους καθολικούς - ειδικά στους εργάτες - στην πάλη τους (και όχι στην αστυνομία των Ναζί, που θέλει να «καταστρέψει» τις οργανώσεις της εκκλησίας), κλπ. Παρόμοια, στην Ρωσία, εμείς υπερασπίσαμε πάντα την Αρμενική εκκλησία στην πάλη της για αυτονομία και υποστηρίξαμε την πάλη διάφορων αγροτικών και μικροαστικών αιρέσεων ενάντια στην ενσωματωμένη στο κράτος Ορθόδοξη εκκλησία - και μερικές φορές σημειώσαμε μεγάλες επιτυχίες.
Είναι πολύ πιθανό οι αποκοιμισμένες δυνάμεις του προλεταριάτου να δεχτούν ένα σοκ που να τις ξυπνήσει, απ’ αυτή την αφυπνιζόμενη αντιπολίτευση στο φασιστικό κράτος, μια αντιπολίτευση με μικροαστική κοινωνική βάση. Φυσικά δεν είναι κάτι το σίγουρο. Θα ήταν αν υπήρχε ένα ισχυρό και οξυδερκές επαναστατικό κόμμα στην σκηνή. Αλλά αυτό δεν υπάρχει. Βρισκόμαστε μόνο στα αρχικά στάδια. Πρέπει να κάνουμε οτιδήποτε περνάει απ’ το χέρι μας. Πάνω απ’ όλα αυτό το ζήτημα έχει σημαντική εκπαιδευτική αξία για τα στελέχη μας, που διατηρούν ένα καθαρά προπαγανδιστικό προσανατολισμό ίσως για υπερβολικά πολύ καιρό. Μια στροφή φαίνεται απολύτως απαραίτητη σε μένα. Η πάλη της εκκλησίας μπορεί όχι μόνο να είναι μια αρχή. Μπορεί επίσης να δημιουργήσει καλύτερες προϋποθέσεις.
[1] Τον τρίτο χρόνο μετά από την άνοδό τους στην εξουσία, οι Ναζί, έχοντας εξαφανίσει κάθε άλλη μη-ναζιστική πολιτική, οικονομική και πολιτιστική οργάνωση, άρχισαν να δίνουν ισχυρά χτυπήματα στην εκκλησία, καθολική και προτεσταντική. Το IKD, γερμανικό τμήμα της ΔΚΕ, υποστήριξε την αντίσταση της εκκλησίας ενάντια στη γερμανική κυβέρνηση, σα μέρος της υποστήριξής του στα δημοκρατικά δικαιώματα. Η επιτροπή προσφύγων του IKD, που αποτελούνταν από την εξόριστη ηγεσία του, συνάντησε ισχυρή αντίθεση στις απόψεις της από μέλη άλλων ευρωπαϊκών τμημάτων, που κατηγορούσαν το IKD ότι προδίδει το προλεταριακό στρατόπεδο. Μετά από σύσταση του Τρότσκι, το IKD συγκρότησε μία Γερμανική Επιτροπή για να μελετήσει την κατάσταση στη Γερμανία και την πολιτική του. Η επιστολή αυτή γράφτηκε μετά από μελέτη των πρακτικών των εργασιών της Γερμανικής επιτροπής.